- ὀχλοχαρής
- ὀχλοχαρήςcourting the mobmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχλοχαρής — ὀχλοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστεί τα πλήθη προκειμένου να θηρεύσει την εύνοιά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] … Dictionary of Greek
ὀχλοχαρῆ — ὀχλοχαρής courting the mob neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀχλοχαρής courting the mob masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀχλοχαρής courting the mob masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοχαρεῖς — ὀχλοχαρής courting the mob masc/fem acc pl ὀχλοχαρής courting the mob masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοχαρές — ὀχλοχαρής courting the mob masc/fem voc sg ὀχλοχαρής courting the mob neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek